- κοντραμπατζής
- ο контрабандист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαθρέμπορος — ο αυτός που κάνει λαθρεμπόριο, κυ. κοντραμπατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + ἔμπορος. Ο τ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. contrebandier. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Βασ. Κιατίπη] … Dictionary of Greek